WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| collection n | (group of objects) (σύνολο αντικειμένων) | συλλογή ουσ θηλ |
| | (ξενικό, ρούχων) | κολεξιόν ουσ θηλ |
| | She has a rock collection. |
| | Έχει μια συλλογή πετρωμάτων. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σύντομα θα παρουσιαστούν οι χειμερινές κολεξιόν. |
| collection n | (gathering objects) (διαδικασία) | συλλογή ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | μάζεμα ουσ ουδ |
| | The charity will work on the collection of supplies. |
| collection n | (compilation) | συλλογή ουσ θηλ |
| | The organization has just published its annual collection of music industry statistics. |
| | That publishing house has just brought out a collection of short stories. |
| collection n | (accumulated mass of [sth]) | κτ που έχει συσσωρευτεί |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | The collection of junk in our spare bedroom keeps growing. |
| | Τα άχρηστα πράγματα που έχουν συσσωρευτεί στην ελεύθερη κρεβατοκάμαρα όλο και αυξάνονται. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| collection n | (recovering of funds) | είσπραξη ουσ θηλ |
| | Unpaid debts will be sent to an agency for collection. |
| collection n | (picking up garbage) (επίσημο) | συλλογή ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | μάζεμα ουσ ουδ |
| | Tuesday is garbage collection day. |
| collection n | (money collected during church service) | χρήματα που συγκεντρώθηκαν περίφρ |
| | | τα χρήματα στον δίσκο περίφρ |
| | The vicar was pleased with last Sunday's collection. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: